Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Κόραξ

Βόμβιζε ο τόπος από τον ήχο των τζιτζικιών. Το θερινό απόγευμα δρούσε υπνωτικά στην Λύκτο, την ισχυρή πόλη της ενδοχώρας. Καλοxτισμένη αμφιθεατρικά στις δυτικές υπώρειες της Λασύνθου, ξεχώριζε με τα ηλιόλουστα σπίτια της, κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό και πάνω από κατάφυτους λόφους. Σε ικανό υψόμετρο για τα δάση από σφένδαμο που την περιέβαλλαν, εκείνη την ώρα μόλις την άγγιζε ο Ζέφυρος για να επιβραβεύσει το καλότυχο της θέσης της. Έτσι αντιστάθμιζε την απόσταση που χώριζε τη Λύκτο, από τα λιμάνια της, τη Χερρόνασο και την Αρσινόη τα οποία εκείνη την ώρα, ογδόντα στάδια βορειότερα λούζονταν από την αύρα του Κρητικού πελάγους.

Χαρούμενες φωνές ξυπνήσανε το Λασθένη από το λίθινο πεζούλι που είχε κάμει κλίνη του εκμεταλλευόμενος τη δροσιά του περιστυλίου της εσωτερικής αυλής. Άνοιξε τα βλέφαρα και ανεσκώθηκε για να αντικρύσει το Κωμαστιό, το μικιό του εγγόνι που έφερε το όνομα του αδερφού του Κωμάστα και που χοροπηδώντας πέρα δώθε κρατούσε έναν κόρακα από τσι μεγάλες του φτερούγες. Από το μισάνοιχτο ράμφος ξεπρόβαλε μια αιματηρή γλώσσα. Στη μάλλινη ζώνη του κοπελιού σάλευε ο εντέρινος ιμάντας της ζωσμένης σφεντόνας, προδίδοντας την ιστορία των γεγονότων.

-Εξύπνησες πάππο!

Τον ξάνοιγε με καμάρι το επτάχρονο παιδί.

Ο Λασθένης πήρε μια βαθιά ανάσα, προσποιούμενος τον ανήξερο.

-Μα τσι Διδύμους, ιντά'παθες;

-Εσκότωσα ένα μαυροπούλι! Εχτύπησά το στα πάνω αμπέλια και το ξάμωσα ντελόγω!

-Ο γέρος 74 ετών έσκυψε την κεφαλή, έπιασε με τσι δυο του χέρες τη βαθιά γενειάδα του όσο μπορούσε πιο αργά και δραματικά, έσμιξε τα φρύδια και έριξε σκοτεινή μαθιά στο εγγόνι του. Αυτό σαν είδε έτσα λογής βλέμμα, ετρόμαξε κι ήφηκε να του πέσει χάμαι το τρόπαιο. Ένα αυθόρμητο δάκρυ χάθηκε γρήγορα στην πυκνή γενειάδα του Λασθένη.

-Τον κόρακα σκότωσες αντράκι μου; Βάλλε στην ανάγκη σου για κοπέλι! Κλούθα μου 'δα!

Τον έβαλε να το σκώσει και μαζί πήρανε το δρόμο μέχρι τον αγρό έξω από της οικεία της πόλης. Καθ'οδόν δεν σταμάτησε τις επιπλήξεις. Το Κωμαστιό πήγαινε ομπρός, αμίλητο. Ούτε ένα εύγε για το σημάδι, και το βραβείο για τον άθλο του ήτανε να τον μαλώνει ο παππούς.

-Μα για οχτρό ήκαμες το φίλο; Εκυνήγα τσι ποντικούς, πιστός στο ταίρι του κι ερμηνευτής μας. Ίντα τον επέρασες για κάπρο; Χρωστάς Κωμαστιό, τούτο το αίμα στο έθνος των κοράκων εδά.

Ο Λασθένης έδωσε εντολή και όσο ο ίδιος διόρθωνε το φράχτη ταιριάζοντας τις πέτρες του τράφου, ο μικρός έσκαβε σε μια άκρη του χωραφιού με αγριόχορτα ένα λάκκο για το κοράκι. Ο ήχος της διχάλας επένδυε το βόμβο χιλιάδων Τιθωνών. Δεν φαινόταν ούτε ένας από τους γεράζοντες εραστές της Ηούς να πολυνοιάζεται για την τελετή στο χωράφι. Αντιθέτως δεν ήταν πρόθυμοι να πάψουν ούτε στιγμή το μονότονο φθόγγο τους. Συνέχιζαν με την ίδια ένταση στο αποδιαφώτισμα τση μέρας. Όταν ο Κωμάστας ο σκαπανεύς στάθηκε έτοιμος να καλύψει με χώμα το λάκκο που εδά μπλιό περιείχε το νεκρό του κόρακα, ο Λασθένης έτεινε την παλάμη ανοιχτή προς το άνοιγμα.

-Στο χώμα αντράκι μου!

-Μα πάππο, δεν θα κυνηγώ κοράκους μπλιό!

-Με κτέρισμα να κυνηγάς η Πότνια δε θέλει!

Ο μικρός έβγαλε τη σφεντόνα από τη ζώνη και την άφησε απρόθυμα, για να καταλήξει στο λάκκο δίπλα στο θύμα της. Σκέπασε με το σωρό τα πάντα και πάνω τοποθέτησε όρθια τον τσούρλο με το Κάππα που είχε προ ημερών χαράξει με μια περόνη το Κωμαστιό για να δηλώσει σε όλους τη μηλιά που είχε πρώτη φορά φυτέψει. Πήγαν μαζί για το πηγάδι. Αφού έπλυναν χέρες και κεφαλή με νερό από τον κάδο, ο Λασθένης σήκωσε ένα πήλινο παρατημένο πλατύ δοχείο, το γέμισε με νερό και το έτεινε στο εγγόνι με σοβαρό τόνο:

-άδραξε τη φιάλη, Κωμάστα!

Ο μικρός έριξε αργά νερό πάνω ξεπλένοντας από τη σκόνη το σήμα, και το νερό απορροφήθηκε αμέσως από το φρεσκοσκαμμένο χώμα. Άφησε να πέσει ανεστραμμένη τη δεξιά του, το χέρι της χοής για να δεχτεί το φιλικό χτύπημα του παππού του στον ώμο.

Στο γυρισμό για την οικεία τους ο Λασθένης κρατώντας από το χέρι τον εγγονό, του εξηγούσε πως ο Κόρακας ραμφίζει τα νερόφιδα, και μα τον Απόλλωνα που νίκησε τον Πύθωνα, αν δεν είχε νυστάξει μέχρι τότε θα του έδειχνε πως τον καταστέρισε μαζί με τον Κρατήρα του να πολεμά να ραμφίσει τις κουλούρες της Ύδρας αργά τις ξαστεριές του Θέρους.

-Οι ναυτικοί μας ήκουσαν τη δύναμη του θεού καταπλέοντας από την Κρήτη στην Κίρρα, και ίδρυσαν το ιερό του Πύθιου στους Δελφούς.

-Δεν τους οδηγούσε σαν δελφίνι πάππο;

Χαμογέλασε ο Λασθένης με την ερώτηση του μικρού.

-Το δελφίνι Κωμαστιό και ο κόρακας έχουν τη σοφία του θεού, μην το ξεχνάς! Και με τη χάρη της Δίκτυννας από αύριο θα σου μάθω να ξαμώνεις με το τόξο της οικογένειας, εκτός κι αν θες να παριστάνεις και μεγάλος το Ρόδιο σφενδονιστή! έκλεισες τα επτά, ο γιός μου από αύριο θα σε παίρνει στο ανδρείο μαζί του, στη βούα της φυλής μας!

-Κλουθώ σου πάππο! συμφώνησε το μικιό αρχίζοντας το τραγούδι που έμαθε ακούγοντας τους λυράρηδες που γυρνούσαν από τα συσσίτια, "Κοίρανο τον ελέγανε τον ένδοξο αρχηγό μας, τση Λύκτου τση καλόχτιστης πρώτη σποδό στην Τροία.."

Είχε απορροφηθεί ο Κωμάστας με το βλέμμα χαμένο στις φλόγες που τρεμόπαιζαν μπρος στο ιερό της Εστίας, τον ομφαλό της πόλης. Άντρας πια και Κόσμος-γραμματέας, μέλος της εκλεγμένης για ένα ενιαυτό κυβέρνησης μιας από τις φυλές μιας Κρητικής πόλης δηλαδή, τριάντα χρόνια αργότερα από τότε αναπολούσε το παρελθόν. Μέσα στην πρώτη αίθουσα του Πρυτανείου, περίμενε τους προξένους, καθισμένος στα έδρανα ανάμεσα στους υπόλοιπους εννέα Κόσμους της φυλής του, εκείνη τη μοιραία χρονιά που κυβερνούσε η Αρχεία φυλή, η δική του.
Απομονώνοντας την οχλαγωγή των υπόλοιπων αξιωματούχων και των φλύαρων Γερόντων της Βουλής που ερχόταν από τα πίσω θρανία, θυμόταν τον παππού του το Λασθένη και τον κόρακα. Και όσο αργούσαν οι πρόξενοι της Κνωσού και της Γόρτυνας, τόσο η ανάμνηση αυτή γινόταν ένα κακό προαίσθημα. Από την κεντρική θύρα του κτιρίου διέκρινε τα νέφη που στοιβάζονταν και μετρίαζαν τη λάμψη της πρόσφατα στιλβωμένης Πολιάδος Αθηνάς..

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Μεταφυσική Αιτιοκρατία

Μεταφυσική Αιτιοκρατία Άσχετη της Υπεύθυνης Επιλογής.
Οι βασικοί ανταγωνιστές των κλασικών Στωικών, οι Επικούρειοι, και οι Σκεπτικοί φίλοι τους σαν τον Ρωμαίο φιλόσοφο και πολιτικό άνδρα Κικέρωνα, επέκριναν τους Στωικούς διότι αποδέχονταν την οπτική ότι ο Ζευς, άλλως γνωστός ως θείος Λόγος, σχεδίαζε πλήρως την πορεία των συμβάντων στον κόσμο.
Οι Επικούρειοι, ιδιαιτέρως, υποστήριζαν ότι δεν μπορούν όλα τα συμβάντα να καθορίζονται πλήρως από την πορεία των προηγούμενων συμβάντων. Πράγματι οι Επικούρειοι πίστευαν ότι όχι μόνο υπήρχαν γνησίως τυχαία συμβάντα, αλλά ότι αν τέτοια τυχαία συμβάντα δεν υπήρχαν εντός των νοών ή των ψυχών μας, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε ελεύθεροι και υπεύθυνοι διότι θα είμασταν προδικασμένοι να πράξουμε όπως πράττουμε.
Αυτή η αντιπαράθεση αναβίωσε στο Μεσαίωνα και νωρίς στη σύγχρονη εποχή εντός θεολογικής μορφής: πώς είναι δυνατή η ελευθερία και η υπευθυνότητα αν ο Θεός προγραμματίζει κάθε τι ως την τελευταία λεπτομέρεια; Σε πιο πρόσφατη εποχή, επανεμφανίστηκε με μη θρησκευτική περιβολή: πώς είναι δυνατή η ελευθερία και η ηθική υπευθυνότητα αν η φύση είναι ένα πλήρως αιτιοκρατικό σύστημα (όπως πολλοί επιστήμονες επέμεναν προ της τρέχουσας δημοτικότητας της κβαντικής μηχανικής) ;
Γνωρίζω ότι είναι πρωτεύον θέμα εισαγωγής σε διαλέξεις Φιλοσοφίας, αλλά μετά από έτη συναλλαγών κατά διαστήματα με αυτό το πρόβλημα, κατέληξα στο συμπέρασμα (όχι ακριβώς με τον τρόπο τυχόντων εξουθενωτικών επιχειρημάτων, αν υπάρχουν τέτοια) ότι αυτό το πρόβλημα της ελευθερίας και αιτιοκρατίας είναι ένα ψευδοπρόβλημα.
Καταρχήν, αιτιοκρατία [determinism] (η οπτική ότι όλα τα συμβάντα δημιουργούνται με τέτοιο τρόπο που δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά) και αυτοκαθορισμός [indeterminism] (η οπτική ότι υπάρχει τουλάχιστον μία εξαίρεση που διαψεύδει την αιτιοκρατία) είναι αμφότερα μεταφυσικά ζητήματα με την κακή έννοια του όρου. Η αντιπαράθεση είναι πλήρως ανεπίλυτη εμπειρικά, σαν την ερώτηση αν υπάρχει ένας Θεός που υπερβαίνει όχι μόνο το χώρο και το χρόνο αλλά ακόμα και την ανθρώπινη εμπειρία. Ο Εμμάνουελ Καντ το είδε αυτό ξεκάθαρα στο έργο του, “Κριτική του Καθαρού Λόγου”.
Η Αιτιοκρατία δεν είναι ευαπόδεικτη διότι, καίτοι μαθαίνουμε όλο και καλύτερα πως συγκεκριμένα φαινόμενα προκαλούνται από πρότερα γεγονότα, πιθανότατα ποτέ δεν θα μάθουμε τα ίδια ή τους φυσικούς νόμους που τα κυβερνούν αρκετά καλά ώστε να γνωρίζουμε ότι δοθέντος της ακριβής κατάστασης του σύμπαντος σε κάποιο πρότερο χρόνο t0, το εν λόγω φαινόμενο έπρεπε ακριβώς να συμβεί σε t1, χωρίς καμμία ευκαιρία εναλλακτικής εμφάνισης στη θέση του.
Επιπλέον, η αιτιοκρατία δεν είναι αποδείξιμη διότι θα αρκούσε μόνο ένα αληθώς τυχαίο συμβάν για να βγει λάθος, και μακράν του να είμαι ο ίδιος παντογνώστρια θεότητα, δεν υπάρχει τρόπος που θα μπορούσα να γνωρίζω αν ένα τέτοιο συμβάν υπάρχει ή υπήρξε.
Ο αυτοκαθορισμός δεν είναι αποδείξιμος διότι για κάθε συμβάν που φαίνεται χωρίς αιτία αρκετή για να το παράξει, είναι δυνατόν να στερούμεθα τα υπερσύγχρονα εργαλεία μετρήσεων ώστε να ανιχνεύσουμε την αιτία του ή μια αρκετά εξελιγμένη επιστημονική θεωρία που να συνδέει την αιτία με το συμβάν. Κατά συνέπεια το πρόσχημα του αυτοκαθορισμού δύναται να ανακλά την άγνοια μας, όχι το “γεγονός” ότι υπάρχουν τυχαία συμβάντα.
Αλλά η εμπειρία μας της ελευθερίας και υπευθυνότητας δεν είναι η εμπειρία ενός τυχαίου ή αναίτιου συμβάντος. Έχει να κάνει περισσότερο με την επίγνωση (ή την γνωριμία με) τις πιθανές συνέπειες κάθε στοιχείου μιας σειράς διαθέσιμων επιλογών.
Βιώνουμε τις πράξεις μας ως ελεύθερες όταν είμαστε σε θέση να σταθμίσουμε τις διαθέσιμες δυνατότητες και όταν η επιλογή, καμωμένη υπό το φως της πρόβλεψης των αποτελεσμάτων, φαίνεται να είναι στην εξουσία μας. Έχω την εξουσία να το δημοσιεύσω αυτό ή όχι διότι ούτε αναπηρία ούτε περιορισμός ούτε άγνοια ούτε ψυχικός καταναγκασμός ορθώνεται στην πορεία της αποστολής ή της μη αποστολής του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η δράση μου στερείται κινήτρων αν το στείλω, αλλά το γεγονός ότι παρακινείται και ότι είναι σύμφωνη με τον χαρακτήρα και τις ικανότητες μου (εν μέρει καθορισμένη από αυτά και ίσως πλήρως καθορισμένη από αυτά μαζί με περιβαλλοντικές επιρροές και δράσεις άλλων ανθρώπων) δεν την κάνει ανελεύθερη. Ούτε με ελευθερώνει από την ευθύνη για τη δράση και τις συνέπειες της (μέχρις αυτού που θα αναμενόταν να προβλέψει ένα λογικό άτομο).
Ο κόσμος δεόντως επαινείται ή ψέγεται για το πως ο χαρακτήρας του (ο οποίος διαμορφώνει τις προθέσεις του και άρα τις επιλογές του) καθορίζει τις πράξεις του, όχι για την τυχαιότητα με την οποία προκαλούνται οι δράσεις του. Η μεγάλη εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αφορά τον έπαινο ή ψόγο για τα παιδιά, ο χαρακτήρας των οποίων είναι κυρίως ασχημάτιστος και είναι στη διαδικασία διαμόρφωσης. Έπαινος και ψόγος σε αυτό το πλαίσιο δεν αφορά τον χαρακτήρα αλλά είναι φύσει παιδαγωγικός, στοχεύοντας στον μελλοντικό σχηματισμό του χαρακτήρα.
Οι αρχαίοι Στωικοί ήταν ορθοί τουλάχιστον σε αυτό το σημείο: αν η αιτιοκρατία αλήθευε αυτό δεν θα απέκλειε την υπευθυνότητα που έχουν τα ενήλικα λογικά όντα για τις πράξεις τους. Θα προσέθετα ότι ενδέχεται να αληθεύει, καίτοι (για τους προαναφερόμενους λόγους) δεν μπορούμε να το αποδείξουμε.

Dr. Jan Garrett

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2009

περί κακολογίας

Επίκτητου Εγχειρίδιον, 42

Ὅταν σέ τις κακῶς ποιῇ ἢ κακῶς λέγῃ,
μέμνησο, ὅτι καθήκειν αὐτῷ οἰόμενος ποιεῖ ἢ λέγει.
οὐχ οἷόν τε οὖν ἀκολουθεῖν αὐτὸν τῷ σοὶ φαινομένῳ,
ἀλλὰ τῷ ἑαυτῷ,
ὥστε, εἰ κακῶς αὐτῷ φαίνεται,
ἐκεῖνος βλάπτεται, ὅστις καὶ ἐξηπάτηται.
καὶ γὰρ τὸ ἀληθὲς συμπεπλεγμένον ἄν τις ὑπολάβῃ ψεῦδος,
οὐ τὸ συμπεπλεγμένον βέβλαπται, ἀλλ' ὁ ἐξαπατηθείς.
ἀπὸ τούτων οὖν ὁρμώμενος πρᾴως ἕξεις πρὸς τὸν λοιδοροῦντα.
ἐπιφθέγγου γὰρ ἐφ' ἑκάστῳ ὅτι ‘ἔδοξεν αὐτῷ’.

Όταν ένας σε κακοποιεί ή σε κακολογεί, θυμήσου ότι το κάνει επειδή νομίζει ότι αυτό είναι το σωστό. Δεν είναι δυνατό βέβαια ν΄ακολουθεί αυτό που πιστεύεις εσύ και όχι αυτό που πιστεύει ο ίδιος. Ώστε, αν αυτό που πιστεύει είναι στραβό, εκείνος ζημιώνεται που έχει απατηθεί. Γιατί, αν στο συλλογισμό του δεν διακρίνει την αλήθεια και την πάρει για ψέμα, δεν ζημιώνεται η αλήθεια, αλλά αυτός που γελάστηκε. Πάρε λοιπόν αυτά ως βάση και θα υποφέρεις με υπομονή να σε κακολογούν, λέγοντας σε κάθε περίσταση: "Έτσι το έκρινε αυτός".

When someone treats you badly or speaks badly,
remember that thinking it is proper they do or say so.
So they are not able to follow what appears so to you,
but to themselves,
so that, if it appears wrong to them,
they are hurt, who are also deceived.

For if someone supposes that a compound truth is false,
the compound truth is not hurt, but the one deceived.
So starting from this you will be gentle to the insulting.
For declare each time, "It seemed so to them."